- ἐγκαθιδρυμένος
- ἐγκαθῑδρῡμένος , ἐγκαθιδρύωerectperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκαθιδρύομαι — εγκαθιδρύομαι, εγκαθιδρύθηκα, εγκαθιδρυμένος βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής